- καινόφιλον
- καινόφιλοςoften changing one's friendsmasc/fem acc sgκαινόφιλοςoften changing one's friendsneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καινόφιλος — καινόφιλος, ον (Α) αυτός που αλλάζει συχνά φίλους («καινόφιλον λέγουσι τὸν μὴ τοῑς αὐτοῑς φίλοις χρώμενον», λεξ. Σούδα). [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + φίλος] … Dictionary of Greek